- χρυσοβόστρυχος
- χρῡσο-βόστρῠχος, ον, in Alchemy,A goldentressed, Olymp.Alch.p.95B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοβόστρυχος — και χρυσεοβόστρυχος, ον, Α αυτός που έχει χρυσούς βοστρύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + βόστρυχος (πρβλ. ἑλικο βόστρυχος)] … Dictionary of Greek
χρυσοβοστρύχου — χρυσοβόστρυχος goldentressed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσεοβόστρυχος — ον, Α βλ. χρυσοβόστρυχος … Dictionary of Greek